Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017

Στην κορυφή του Έβερεστ χωρίς χέρια… Σουνταρσάν Γκαουτάμ

Στην κορυφή του Έβερεστ χωρίς χέρια…
Σουνταρσάν Γκαουτάμ

Του έδιναν 24 ώρες ζωής όταν ήταν 14 ετών, αλλά επέζησε. Έχασε τα χέρια του και βρήκε τρόπο να ζήσει μία φυσιολογική ζωή. Τον βασάνισαν για τα πιστεύω του, όμως δεν λύγισε. Το 2013 κατάφερε να φτάσει στην κορυφή του Έβερεστ και να γίνει ο πρώτος άνθρωπος χωρίς χέρια που το καταφέρνει. Αυτή είναι η ζωή του Σουνταρσάν Γκαουτάμ που αποτελεί μάθημα ζωής.


Το 1888 ο Φρίντριχ Νίτσε είχε γράψει στο "Λυκόφως των ειδώλων": "Ό,τι δεν με σκοτώνει, με κάνει πιο δυνατό". Αν θέλει να βρει κανείς την προσωποποίηση της συγκεκριμένης φράσης μπορεί απλά να διαβάσει την ιστορία του Σουνταρσάν Γκαουτάμ την οποία θα προσπαθήσουμε να σας παρουσιάσουμε παρακάτω. Τι είναι αυτό που κάνει τόσο ξεχωριστή την περίπτωση του 39χρονου άνδρα που γεννήθηκε στο Νεπάλ; Το γεγονός ότι κατάφερε να φτάσει μέχρι την κορυφή του Έβερεστ χωρίς χέρια...

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή και να γυρίσουμε το χρόνο αρκετά πίσω. Γεννήθηκε στο χωριό Μπαντχάρ, μία μικρή βούλα στο χάρτη κοντά στα σύνορα του Νεπάλ με την Κίνα που αριθμεί περίπου 3.000 κατοίκους.

Σύντομα με τους γονείς του μετακόμισε Κατμαντού όπου και έζησε τα παιδικά του χρόνια. Σαν παιδί ήταν ιδιαίτερα δραστήριο και ασχολήθηκε με πολλά σπορ. "Μου άρεσε να παίζω ποδόσφαιρο και βόλεϊ. Γενικότερα έτρεχα από εδώ και από εκεί. Ήμουν ιδιαίτερα δραστήριος. Πάντοτε εντυπωσιαζόμουν με τα επιστημονικά πειράματα, ενώ το μεγάλο μου όνειρο ήταν να καταφέρω να πετάξω μία ημέρα" γράφει στο blog που διατηρεί. Γενικότερα του άρεσε να προσπαθεί να ξεπεράσει τον εαυτό και ένας από τους στόχους που είχε θέσει ήταν να καταφέρει να ανέβει μία ημέρα στην κορυφή του Έβερεστ.

Αρκετά χρόνια αργότερα θα πετύχαινε τον στόχο του όχι όμως με τον τρόπο που θα φανταζόταν.

Η ΗΜΕΡΑ ΠΟΥ ΤΟΥ ΑΛΛΑΞΕ ΤΗ ΖΩΗ
Σε ηλικία 14 ετών είχε ένα ατύχημα το οποίο θα του άλλαζε για πάντα τη ζωή. Είχε ανέβει στην ταράτσα του σπιτιού του και πετούσε έναν χαρταετό. Όταν αυτός κόλλησε πάνω σε καλώδια ρεύματος προσπάθησε να τον ξεκολλήσει και εκεί τον χτύπησε το ρεύμα. Καλύτερα όμως να αφήσουμε τον ίδιο να μας διηγηθεί τι ακριβώς συνέβη εκείνη την ημέρα.

"Ήμουν στην Κατμαντού και έκανα διακοπές. Μία ημέρα ανέβηκε στην ταράτσα για να πετάξω τον χαρταετό μου. Αυτό κόλλησε πάνω σε κάτι καλώδια τα οποία βρίσκονταν πιο ψηλά. Δεν είδα ότι κάποια από αυτά ήταν γυμνά. Όπως δεν γνώριζα ότι επρόκειτο για καλώδια που μετέφεραν ρεύμα τάσης 11.000 βολτ. Έτσι, πήρα μία σιδερόβεργα και προσπάθησα να χτυπήσω τον χαρταετό για να πέσει. Τελικά χτύπησα πάνω στα καλώδια και όπως ήταν φυσιολογικό με τίναξε το ρεύμα. Αυτό είναι και το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι.


Ο πατέρας και ο θείος με μετέφεραν στο νοσοκομείο πιστεύοντας ότι έχω πεθάνει. Οι γιατροί μου έδιναν μάξιμουμ ένα 24ωρο ζωής. Τελικά τους διέψευσα. Όταν ανέκτησα τις αισθήσεις μου διαπίστωσα ότι και τα δύο χέρια μου είχαν καεί. Μετά από μερικές ημέρες στο νοσοκομείο οι γιατροί αποφάσισαν να μου ακρωτηριάσουν και τα δύο χέρια γιατί θα μπορούσε να κινδυνεύσει η ζωή μου" γράφει για το ατύχημα του στο blog που διατηρεί. Φυσικά, για ένα παιδί 14 ετών ένα τέτοιο ατύχημα θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο, αλλά τελικά ο Σουνταρσάν Γκαουτάμ κατάφερε να επιβιώσει.

Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα ήταν ρόδινα στη ζωή του από εκεί και πέρα, κάθε άλλο. Το πρώτο διάστημα ήταν ένας εφιάλτης για εκείνον. Δεν μπορούσε να κάνει τα πράγματα που έκανε πριν και βίωσε την πλήρη απομόνωση. "Οι πρώτες ημέρες και εβδομάδες μετά τον ακρωτηριασμό ήταν εφιαλτικές για εμένα. Ένιωθα σαν να έπεσε στο απόλυτο σκοτάδι χωρίς να υπάρχει ούτε μία χαραμάδα φωτός. Ένιωθα σαν να είμαι νεκρός - ζωντανός. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα από όσα έκανα πριν και τα όνειρα που είχα για τη ζωή μου είχαν μετατραπεί σε εφιάλτες. Όλοι οι φίλοι που είχα με εγκατέλειψαν. Ήμουν εντελώς απομονωμένος από τον υπόλοιπο κόσμο".

Η ΑΝΑΓΚΗ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ ΚΑΙ Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ
Ο χρόνος κυλούσε και ο Σουνταρσάν Γκαουτάμ παρέμενε κλεισμένος στον εαυτό του. Δεν είχε όρεξη για τίποτα απολύτως. Αδυνατούσε να πιστέψει ότι ακόμα και απλά καθημερινά πράγματα είχε ανάγκη των γονιών του. Το Νεπάλ σε καμία περίπτωση δεν ήταν η χώρα η οποία θα μπορούσε να του προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια. Όλα όμως άλλαξαν σε μία στιγμή όταν συνειδητοποίησε ότι η συγκεκριμένη κατάσταση δεν μπορούσε να αλλάξει εάν δεν έκανε ο ίδιος κάτι.

Κάποιος για να τον βοηθήσει δεν υπήρχε. Ούτε κάποια σχολή ή ο,τιδήποτε άλλο. Έτσι, άρχισε μόνος του να κάνει δύο πράγματα. Το πρώτο ήταν η εκγύμναση των ποδιών του. Έπρεπε να μάθει να τα χρησιμοποιεί σαν να είναι τα χέρια του. Κάτι εξαιρετικά δύσκολο για οποιονδήποτε άνθρωπο. Το δεύτερο ήταν η προσαρμογή των πραγμάτων στο σπίτι του ώστε να εξυπηρετούν τις ανάγκες του. Όλα αυτά ήταν αδύνατο να γίνουν από τη μία ημέρα στην άλλη. Πέρασε πολλές δύσκολες στιγμές κατά τις οποίες σκέφτηκε να τα παρατήσει, ωστόσο δεν το έκανε.


Οι γονείς του του πρόσφεραν βοήθεια όμως εκείνος δεν τη δεχόταν. Έκανε τα πάντα για να καλύψει τις καθημερινές του ανάγκες ακόμα κι αν αυτό του έπαιρνε πολύ περισσότερο χρόνο από ότι χρειαζόταν πριν. Ένα από τα πρώτα πράγματα που κατάφερε να κάνει μόνος του ήταν να βουρτσίζει τα δόντια του, ενώ όσο περνούσε ο καιρός βελτιωνόταν. Έμαθα να κάνει μπάνιο, να τρώει ακόμα και να ξυρίζεται. Όλα αυτά χρησιμοποιώντας μόνο τα πόδια του.

Αυτό ήταν το πρώτο μεγάλο κερδισμένο στοίχημα με τον ίδιο του τον εαυτό. Ταυτόχρονα όμως είχε καταφέρει να πετύχει κάτι εξαιρετικά πιο σημαντικό. Μπόρεσε να αποδεσμευτεί από τα ψυχολογικά δεσμά τα οποία τον κρατούσαν πίσω. Ένιωθε σαν να είχε αναγεννηθεί. Έβλεπε "φως" στο σκοτεινό τούνελ που είχε "πέσει" και αυτό του έδωσε έξτρα ώθηση για να αρχίσει να ονειρεύεται ξανά. Ο επόμενος μεγάλος στόχος του ήταν να σπουδάσει. Άφησε το χωριό του και πήγε στην Κατμαντού. Πριν φύγει από το σπίτι του έδωσε μία υπόσχεση στους γονείς του μα προπάντων στον εαυτό του.

"Μία ημέρα θα κερδίσω τον σεβασμό από όλη την κοινωνία και ο κόσμος θα με σέβεται ως έναν γενναίο άνθρωπο". Μία υπόσχεση που όπως αποδείχτηκε θα έκανε τα πάντα για να την πετύχει.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΡΕΚΟΡ ΓΚΙΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΤΟΧΟΣ
Άρχισε, τις σπουδές του πάνω στο εμπόριο στο Πανεπιστήμιο της Κατμαντού και εκεί παράλληλα να κοινωνικοποιείται. Γρήγορα έγινε πρόεδρος του συμβουλίου των φοιτητών και όπως ήταν φυσιολογικό ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε ήταν να "παλέψει" για τα δικαιώματα των ανθρώπων με ειδικές ανάγκες.

Ο επόμενος στόχος ήρθε άμεσα και ήταν η εξεύρεση πόρων για να μπορέσει να πάρει ένα αυτοκίνητο ώστε να διευκολυνθούν οι μετακινήσεις του. Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που δέχτηκε βοήθεια αφού ήταν αδύνατο για εκείνον να βρει τα χρήματα που απαιτούνταν. Ο πρώτος σκόπελος όμως ήταν να μάθει να οδηγάει. Κι εκεί όμως δεν επέλεξε τον εύκολο δρόμο, αφού αποφάσισε πρώτα να μάθει να οδηγάει σε συμβατικό αυτοκίνητο και όχι σε ένα προσαρμοσμένο στις ανάγκες του.


Το βιβλίο με τα ρεκόρ γκίνες γρήγορα έμαθαν για την περίπτωση του και η Κυβέρνηση του Νεπάλ αποφάσισε να διοργανώσει μία μεγάλη γιορτή για την πρώτη απόπειρα του να οδηγήσει. Στις 8 Σεπτεμβρίου του 2001 ο Σουνταρσάν Γκαουτάμ οδήγησε για πρώτη φορά μπροστά σε 10.000 συμπατριώτες του, έγινε ο πρώτος άνθρωπος που κατάφερε κάτι τέτοιο και κατάφερε όλοι στην πατρίδα του να τον αναγνωρίσουν.

Από εκεί και πέρα στη ζωή του θα αποκτούσε νέους συμμάχους αφού ήταν κάτι σαν εθνικός ήρωας για το Νεπάλ. Η Κυβέρνηση, πολλές φιλανθρωπικές οργανώσεις έβλεπαν στο πρόσωπο του τον άνθρωπο που θα μπορούσε να μεταδώσει το μήνυμα της δεύτερης ευκαιρίας για ζωή σε όλους. Εκείνος, όμως, δεν επαναπαύθηκε στις δάφνες του και έθεσε νέους στόχους. Ο πρώτος από αυτούς ήταν να ανέβει στην κορυφή του Γιάλα Πικ σε υψόμετρο 5732 μέτρων. Τότε γνώρισε και πάλι την ειρωνεία των ανθρώπων αφού κανένας δεν πίστευε ότι θα καταφέρει να το κάνει. Ο Σουνταρσάν Γκαουτάμ αντί να πτοηθεί αποφάσισε να αυξήσει το βαθμό δυσκολίας αποφασίζοντας να ανέβει χωρίς τη χρήση πρόσθετων μελών. Κανένας δεν πίστεψε σε εκείνον, όμως στις 24 Αυγούστου του 2005 κατάφερε να φτάσει στην κορυφή του βουνού.

Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ, ΟΙ ΑΠΑΓΩΓΕΣ ΚΑΙ Η ΑΥΤΟΕΞΟΡΙΑ ΣΤΟΝ ΚΑΝΑΔΑ
Κάπου εδώ όμως ήρθε η ώρα να σας παρουσιάσουμε και την αρνητική πλευρά της ιστορίας που βίωσε σε όλο αυτό το διάστημα που τον οδήγησαν να αφήσει πίσω το αγαπημένο του Νεπάλ. Μετά τα χρόνια συνεργασίας με την αγγλική αυτοκρατορία το 1991 γίνονται για πρώτη φορά ελεύθερες εκλογές με νίκη του κόμματος των Μαοϊκών.

Η χώρα όμως συνεχίζει να βρίσκεται σε πολιτική αστάθεια, γεγονός που θα οδηγήσει το 1995 σε εμφύλιο με πολλά θύματα. Συγκεκριμένα, υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 19.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στις διαμάχες που ξέσπασαν ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές ανάμεσα τους και πολλά παιδιά. Αυτό ήταν το κλίμα μέσα στο οποίο μεγάλωσε ο Σουνταρσάν Γκαουτάμ. Όπως εύκολα θα μπορούσατε να προβλέψετε δεν έμεινε αμέτοχος σε όλο αυτό.

Πολλές φορές βρέθηκε να μιλάει κόντρα στην Κυβέρνηση η οποία πλέον δεν του φερόταν τόσο φιλικά. "Ζούμε σε μία όμορφη χώρα, αλλά οι ηγέτες της είναι διεφθαρμένοι και δεν τους ενδιαφέρουν οι πολίτες" είχε πει σε μία από τις ομιλίες του. Αυτό όπως αποκάλυψε αρκετά χρόνια αργότερα είχε ως αποτέλεσμα να τον απαγάγουν από το σπίτι του δύο φορές και να τον υποβάλουν σε βασανιστήρια πριν τον αφήσουν να επιστρέψει σπίτι του. Πλέον, όμως, είχε αποκτήσει μία σύντροφο σε όλο αυτό το ταξίδι του.

Η Αμπίκα Χαμάλ στέκεται στο πλευρό του και μαζί αποφασίζουν ότι ήρθε η ώρα να φύγουν από το Νεπάλ. Έτσι, αναζήτησαν μία χώρα στην οποία ουσιαστικά θα αυτοεξορίζονταν μην αντέχοντας άλλο τις συνθήκες που επικρατούσαν στην πατρίδα τους. Παρά το γεγονός ότι από το 2005 είχε λήξει άτυπα ο εμφύλιος πόλεμος, το πολιτικό κλίμα ήταν "ρευστό" και για αυτό το λόγο κατέληξαν στη λύση του Καναδά.

Το Κάλγκαρι θα αποτελούσε πλέον το νέο τους σπίτι και εκεί θα μπορούσαν να ζήσουν μία σαφέστατα πιο ήρεμη ζωή. Το ανήσυχο πνεύμα του Σουνταρσάν Γκαουτάμ δεν τον άφηνε να ηρεμήσει και έτσι συνέχισε να "παλεύει" για τα δικαιώματα των ανθρώπων με αναπηρίες.

ΕΚΑΝΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΜΟΙΑΖΕ ΑΔΥΝΑΤΟ
Για να καταφέρει να στείλει τα μηνύματα που επιθυμούσε σε όλους τους ανθρώπους που αντιμετώπιζαν παρόμοια προβλήματα με εκείνον έψαχνε συνεχώς να βρει νέους "άθλους". Αυτό έκανε άλλωστε κάθε φορά. Έβαζε νέους στόχους που ξεπερνούσαν τα όρια της κοινής λογικής.

Μόνο που αυτή τη φορά είχε βάλει κάτι που έμοιαζε αδύνατο στο μυαλό του. Τι ήταν αυτό; Φυσικά, το να σκαρφαλώσει στην κορυφή του Έβερεστ. Πηγή έμπνευσης για τη δοκιμασία του ήταν το κατόρθωμα του Νεοζηλανδού, Μαρκ Ίνγκλις, ο οποίος το 2006 ανέβηκε στην κορυφή έχοντας ακρωτηριασμένα και τα δύο του πόδια. Ο Σουνταρσάν Γκαουτάμ πήρε την απόφαση να δοκιμάσει και εκείνος να φτάσει μέχρι την κορυφή του κόσμου και για αυτό ξεκίνησε την προετοιμασία του στον Καναδά. Εκεί γράφτηκε αρχικά σε σχολή αναρρίχησης όπου και έμαθε τα βασικά πριν ξεκινήσει την πιο εξιδανικευμένη εκμάθηση για τις ιδιαίτερες απαιτήσεις του Έβερεστ.

Τόσο η σύζυγός του, όσο και τα δύο τους παιδιά, αλλά και οι φίλοι προσπαθούσαν να τον μεταπείσουν μέχρι την τελευταία στιγμή. "Δεν θέλουμε να σε χάσουμε Γκαουτάμ. Δεν πρέπει να πας, είναι τρέλα" του έλεγε η σύζυγος του λίγο πριν πετάξει, εκείνος όμως ήταν αποφασισμένος να πετύχει. "Αν θες να πετύχεις κάποια πράγματα πρέπει να θυσιάσεις κάποια άλλα. Εγώ αυτό που θυσίασα ήταν η οικογένεια μου" είπε αρκετά χρόνια αργότερα σε συνέντευξη που παραχώρησε και συνέχισε "Για να πετύχεις την αποστολή πρέπει να επικεντρωθείς σε αυτήν. Δεν έχει σημασία ποιος είναι μαζί σου και ποιος όχι". Λόγια που σίγουρα μοιάζουν σκληρά, όμως με όσα διάβασε παραπάνω μπορείς να καταλάβεις το σκεπτικό που είχε σε όλη του τη ζωή ο Γκαουτάμ.


Περίπου έξι μήνες πριν αρχίσει την προσπάθεια του μετακόμισε στο Νεπάλ. Κάποιοι τον βοήθησαν σε αυτό το εγχείρημα. Συγκεντρώθηκαν τα απαραίτητα χρήματα, δημιουργήθηκε μία ομάδα από έμπειρους αναρριχητές και όλοι μαζί ξεκίνησαν για να φτάσουν μέχρι την κορυφή. Πέρασε δύο μήνες σε υψόμετρο 5400 μέτρων ώστε να μπορέσει να εγκλιματιστεί στη χαμηλή ατμοσφαιρική πίεση. Όταν πια ήταν έτοιμος πήρε την ομάδα του και άρχισαν την προσπάθεια τους.

"Πολλοί από τους ορειβάτες επέστρεφαν επειδή αντιμετώπισαν προβλήματα με το οξυγόνο και λόγω ότι δεν είχαν άλλες δυνάμεις. Τότε έπρεπε να πάρω μία απόφαση. Φοβήθηκα, αλλά σκέφτηκα ότι θα το κάνω. Θα το έκανα ή θα πέθαινα. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή για εμένα" θυμάται για εκείνα τα κρίσιμα λεπτά κατά τα οποία ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει. Τελικά δεν το έκανε. Είχε φτάσει στα 8.000 μ. και δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσει πίσω αν δεν φτάσει στην κορυφή. Μετά από αρκετές ώρες υπερπροσπάθειας στις 20 Μαΐου 2013 στις 10.50 το πρωί έφτασε μαζί με τη δεκαμελή ομάδα του στο ψηλότερο σημείο της γης.

"Έκλαψα. Όλοι έβαλαν τα κλάματα. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση μου. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση της ζωής μου" ανέφερε για εκείνες τις στιγμές που έζησε.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ, Η ΔΙΑΣΩΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΟΜΕΝΟΙ ΣΤΟΧΟΙ
Όπως κάθε τι άλλο που έκανε στη ζωή του τα προβλήματα του δεν σταμάτησαν μόλις ολοκλήρωσε την άνοδο. "Το πιο δύσκολο πράγμα είναι να ανέβεις, αλλά το να κατέβεις είναι ακόμα πιο δύσκολο" είχε παραδεχτεί αρκετά χρόνια μετά από εκείνη την ημέρα. Τι συνέβη όμως για να δικαιολογήσει τη συγκεκριμένη ατάκα του Γκαουτάμ. Κατά τη διάρκεια της κατάβασης ένα από τα μέλη της ομάδας του, για την ακρίβεια ένας από τα μέλη της κινηματογραφικής ομάδας που ήταν μαζί του έχασε τις αισθήσεις του με αποτέλεσμα να γλιστρήσει και να πεθάνει ακαριαία.

Προβλήματα αντιμετώπισε και ο Γκαουτάμ. Η έλλειψη οξυγόνου τον δυσκόλεψε αρκετά και του προκάλεσε απώλεια σκέψης. Οι δυνάμεις του άρχισαν να τον εγκαταλείπουν και τελικά λιποθύμησε. Τα μέλη της ομάδας του έκαναν ότι μπορούσαν για να τον κρατήσουν στη ζωή, όμως για να τα καταφέρουν χρειάστηκαν ένα άλλο ρεκόρ. Ένα ελικόπτερο έκανε για πρώτη φορά διάσωση σε ύψος 7.800 μέτρων για να πάρει τον Γκαουτάμ και να τον κατεβάσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στο κοντινότερο νοσοκομείο. "Δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα από όλα αυτά. Μου τα έχουν περιγράψει οι άνθρωποι που ήταν μαζί μου. Το μόνο που θυμάμαι αμυδρά είναι μια εικόνα από το ελικόπτερο".

Πλέον όλα αυτά αποτελούν μία μακρινή ευχάριστη ανάμνηση για τον 38χρονο άνδρα από το Νεπάλ. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως έχει σταματήσει να θέτει νέους στόχους. Μπορεί η προσωπική του ζωή να είναι πολυτάραχη με ένα σκάνδαλο να απασχόλησε έντονα την κοινή γνώμη του Νεπάλ πριν από τρία χρόνια, ωστόσο εκείνος πάντοτε έχει στο μυαλό του το πως να βοηθά τους συνανθρώπους του και να στέλνει μηνύματα. Με τη βοήθεια ιδρυμάτων έχει γίνει ένα από τα βασικά πρόσωπα σε παγκόσμιο επίπεδο της καμπάνιας για την ένταξη των ατόμων με αναπηρίες στο κοινωνικό σύνολο.

Ο Σουνταρσάν Γκαουτάμ εξακολουθεί να ζει στον Καναδά με την οικογένεια του και από εκεί ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο και μοιράζεται τις εμπειρίες και τις ιδέες του. Η αναρρίχηση αποτελεί πάντοτε το μεγάλο του πάθος και σκέφτεται συνέχεια ποιο θα είναι το επόμενο βουνό που θα "κατακτήσει". Από την εκπλήρωση του μεγάλου του στόχου, την κατάκτηση του Έβερεστ, μέχρι σήμερα έχει κάνει καταφέρει να κάνει πράξη και το μεγάλο όνειρο που είχε ως παιδί. Μετά την απαραίτητη βοήθεια κατάφερε να πετάξει ένα μικρό αεροσκάφος κάτι που όπως περιέγραψε ήταν απλά ένα όνειρο που έγινε πράξη.

"Έχω πονέσει αρκετά στη ζωή μου. Έχω πέσει πολλές φορές και έχω σηκωθεί. Για να το καταφέρω αυτό πάντοτε έβαζα στόχους και είχα όνειρα. Όνειρα σαν και αυτό που έγινε πράξη τη στιγμή που πέταξα με το αεροπλάνο. Η ζωή δεν μας φέρνει τα πράγματα όπως εμείς θέλουμε. Πολλές φορές μας τα φέρνει εντελώς ανάποδα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να τα παρατάμε". Αυτά τα λόγια του Σουνταρσάν Γκαουτάμ περιγράφουν στον απόλυτο βαθμό τον τρόπο σκέψης και τη ζωή του. Μία ζωή που του παρουσίασε πολλά εμπόδια και εκείνος πάντα έβρισκε τα ψυχικά αποθέματα για να τα ξεπερνά.

Disability is not an Inability - Sudarshan Gautam

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου